κακοῦργα

κακοῦργα
κακοῦργος
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κακούργος — α, ο και ικο (AM κακοῡργος, ον, Α ποιητ. τ. κακοεργής, ές και κακοεργός, όν) 1. ως ουσ. ο κακούργος, η κακούργα, το κακούργο και κακούργικο ένοχος κακουργήματος, κακοποιός, εγκληματίας («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν… …   Dictionary of Greek

  • κακούργος, -α, -ο — και ικο 1. ως ουσ., εγκληματίας, κακοποιός: Οι κακούργοι κλείνονται στις φυλακές. 2. σκληρός: Μ έφαγες, κακούργα. 3. εγκληματικός: Έχει κακούργα ένστικτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάης — ο 1. άνθρωπος με κακούργα ένστικτα, φθονερός, εγκληματίας, κακούργος 2. δειλός, φοβιτσιάρης 3. αβάπτιστο βρέφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ον. Κάιν] …   Dictionary of Greek

  • κακούργικος — η, ο (Α κακουργικός, ή, όν) [κακούργος] αυτός που αναφέρεται σε κακούργο ή προέρχεται από κακούργο, από ένστικτα κακούργα, κακούργος, εγκληματικός αρχ. αυτός που επιφέρει κακουργία, βαριά βλάβη εναντίον άλλου («κακουργικὰ ἀδικήματα», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”